- τετράδωρος
- τετρά-δωρος [ᾰ], ον, (A
δῶρον 11
) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶρον 11
) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράδωρος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)* + δωρος (< δῶρον «παλάμη»), πρβλ. δωδεκά δωρος] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek